- Άραβας
- Άραβας, ο και Αράπης, οο κάτοικος της Αραβίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Άραβας — ο (AM Ἄραψ, αβος) αυτός που κατάγεται από την Αραβία ή ανήκει στο αραβικό έθνος αρχ. μσν. εκείνος που ανήκει στη μαύρη φυλή 2. ως ουσ. ο αραβικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. Arab] … Dictionary of Greek
Μαμούν, Αμπντ Αλλάχ αλ- — Άραβας χαλίφης. Βλ. λ. Αλ Μαμούν … Dictionary of Greek
Μουταναμπί — Άραβας συγγραφέας. Βλ. λ. Αλ Μουταναμπί … Dictionary of Greek
Τάραφα, Αμρ ιμπν Αλαμπάντ — Άραβας ποιητής που πέθανε το 560 ή το 570. Ήταν καμηλοβοσκός του πατέρα του, αλλά ο πατέρας του τον έδιωξε, επειδή παραμελούσε τη φύλαξη των ζώων, που του εμπιστεύτηκε, γιατί έγραφε ποιήματα. Υπηρέτησε τότε στην αυλή του ηγεμόνα Χιρ Αμρ μπεν Χιντ … Dictionary of Greek
Χαλέτ - εμπν - ελ Ουαλίντ — Άραβας πολεμιστής και μετά στρατηγός που αποκαλείται μάχαιρα του Θεού. Ανήκε στην οικογένεια των Κορέις και γεννήθηκε το 582. Αρχικά αντιτάχθηκε στη νέα θρησκεία του Μωάμεθ, τον οποίο νίκησε σε μια μάχη στο Οχόδ. Αργότερα μετανάστευσε (628) από… … Dictionary of Greek
Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… … Dictionary of Greek
Αβερρόης — (Averroes, Κόρντομπα, Ισπανία 1126 – Μαρακές, Μαρόκο 1198). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Άραβα φιλοσόφου Ιμπν Ρουσντ. Γιατρός, νομικός και αστρονόμος, αλλά πρώτα απ’ όλα φιλόσοφος, συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της αραβικής σκέψης και … Dictionary of Greek
Αμπού Χαφς Ομάρ — (9ος αι. μ.Χ.).Άραβας, αντίπαλος των Ομεϊαδών. Το 815, όταν οι Ομεϊάδες τον υποχρέωσαν να εγκαταλείψει την Ισπανία, επιδόθηκε μαζί με Ανδαλουσιανούς πειρατές σε ληστρικές επιδρομές εναντίον της Αιγύπτου που κράτησαν οκτώ χρόνια. To 823,… … Dictionary of Greek
Ραζής — (εξελληνισμένος τύπος από τον εκλατινισμένο Rhazes του Αμπού αρ Ράζι, αρ Ράζι, Περσία 868 – Βαγδάτη; περίπου 925). Άραβας γιατρός, αλχημιστής και φιλόσοφος, περσικής καταγωγής. Ενώ ασκούσε την ιατρική στη Βαγδάτη (σε αυτόν οφείλονται ακριβείς… … Dictionary of Greek
Άραψ — ο βλ. Άραβας … Dictionary of Greek